- τζιριτζάντζουλα
- η(λ. ιταλ.)1. περιστροφή, ελιγμός.2. πληθ. τζιριτζάντζουλες, οι, καμώματα, κόλπα, νάζια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζιριτζάντζουλα — και τσιριτσάντζουλα, η, Ν 1. περιστροφή, ελιγμός 2. στον πληθ. οι τζιριντζάντζουλες καμώματα, νάζια, κόλπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gironzolare «γυρίζω, περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
τσιριτζάντζουλα — η, Ν βλ. τζιριτζάντζουλα … Dictionary of Greek